ανεμιστήρας


ανεμιστήρας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

ventilator

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ανεμιστήρας οι ανεμιστήρες
γενική του ανεμιστήρα των ανεμιστήρων
αιτιατική τον ανεμιστήρα τους ανεμιστήρες
κλητική ανεμιστήρα ανεμιστήρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *