( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
rezistencë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αντίσταση | οι αντιστάσεις |
γενική | της αντίστασης / αντιστάσεως | των αντιστάσεων |
αιτιατική | την αντίσταση | τις αντιστάσεις |
κλητική | αντίσταση | αντιστάσεις |
[cite]