αντηλιακό


αντηλιακό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

krem për diellin

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αντηλιακό τα αντηλιακά
γενική του αντηλιακού των αντηλιακών
αιτιατική το αντηλιακό τα αντηλιακά
κλητική αντηλιακό αντηλιακά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *