(επίθετο – mbiemër)
përfaqësues
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αντιπροσωπευτικός | αντιπροσωπευτική | αντιπροσωπευτικό |
γενική | αντιπροσωπευτικού | αντιπροσωπευτικής | αντιπροσωπευτικού |
αιτιατική | αντιπροσωπευτικό | αντιπροσωπευτική | αντιπροσωπευτικό |
κλητική | αντιπροσωπευτικέ | αντιπροσωπευτική | αντιπροσωπευτικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αντιπροσωπευτικοί | αντιπροσωπευτικές | αντιπροσωπευτικά |
γενική | αντιπροσωπευτικών | αντιπροσωπευτικών | αντιπροσωπευτικών |
αιτιατική | αντιπροσωπευτικούς | αντιπροσωπευτικές | αντιπροσωπευτικά |
κλητική | αντιπροσωπευτικοί | αντιπροσωπευτικές | αντιπροσωπευτικά |
[cite]