ανύπαρκτος


ανύπαρκτος

(επίθετο – mbiemër)

nonekzistent
nuk ekziston

ενικός
ονομαστική ανύπαρκτος ανύπαρκτη ανύπαρκτο
γενική ανύπαρκτου ανύπαρκτης ανύπαρκτου
αιτιατική ανύπαρκτο ανύπαρκτη ανύπαρκτο
κλητική ανύπαρκτε ανύπαρκτη ανύπαρκτο
πληθυντικός
ονομαστική ανύπαρκτοι ανύπαρκτες ανύπαρκτα
γενική ανύπαρκτων ανύπαρκτων ανύπαρκτων
αιτιατική ανύπαρκτους ανύπαρκτες ανύπαρκτα
κλητική ανύπαρκτοι ανύπαρκτες ανύπαρκτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *