(μετοχή-pjesore)
i ndaluar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | απαγορευμένος | απαγορευμένη | απαγορευμένες |
γενική | απαγορευμένου | απαγορευμένης | απαγορευμένου |
αιτιατική | απαγορευμένο | απαγορευμένη | απαγορευμένες |
κλητική | απαγορευμένε | απαγορευμένη | απαγορευμένες |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | απαγορευμένοι | απαγορευμένες | απαγορευμένα |
γενική | απαγορευμένων | απαγορευμένων | απαγορευμένων |
αιτιατική | απαγορευμένους | απαγορευμένες | απαγορευμένα |
κλητική | απαγορευμένοι | απαγορευμένες | απαγορευμένα |
[cite]