(επίθετο – mbiemër)
i vjetruar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | απαρχαιωμένος | απαρχαιωμένη | απαρχαιωμένο |
γενική | απαρχαιωμένου | απαρχαιωμένης | απαρχαιωμένου |
αιτιατική | απαρχαιωμένο | απαρχαιωμένη | απαρχαιωμένο |
κλητική | απαρχαιωμένε | απαρχαιωμένη | απαρχαιωμένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | απαρχαιωμένοι | απαρχαιωμένες | απαρχαιωμένα |
γενική | απαρχαιωμένων | απαρχαιωμένων | απαρχαιωμένων |
αιτιατική | απαρχαιωμένους | απαρχαιωμένες | απαρχαιωμένα |
κλητική | απαρχαιωμένοι | απαρχαιωμένες | απαρχαιωμένα |
[cite]