αποδυτήρια


αποδυτήρια

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

dhomë e zhveshjes në stadium

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αποδυτήριο τα αποδυτήρια
γενική του αποδυτηρίου των αποδυτηρίων
αιτιατική το αποδυτήριο τα αποδυτήρια
κλητική αποδυτήριο αποδυτήρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *