(μετοχή-pjesore)
i tharë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αποξηραμένος | αποξηραμένη | αποξηραμένο |
γενική | αποξηραμένου | αποξηραμένης | αποξηραμένου |
αιτιατική | αποξηραμένο | αποξηραμένη | αποξηραμένο |
κλητική | αποξηραμένε | αποξηραμένη | αποξηραμένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αποξηραμένοι | αποξηραμένες | αποξηραμένα |
γενική | αποξηραμένων | αποξηραμένων | αποξηραμένων |
αιτιατική | αποξηραμένους | αποξηραμένες | αποξηραμένα |
κλητική | αποξηραμένοι | αποξηραμένες | αποξηραμένα |
[cite]