( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
detergjent
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το απορρυπαντικό | τα απορρυπαντικά |
γενική | του απορρυπαντικού | των απορρυπαντικών |
αιτιατική | το απορρυπαντικό | τα απορρυπαντικά |
κλητική | απορρυπαντικό | απορρυπαντικά |
[cite]