(επίθετο – mbiemër)
deodorant
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αποσμητικός | αποσμητική | αποσμητικό |
γενική | αποσμητικού | αποσμητικής | αποσμητικού |
αιτιατική | αποσμητικό | αποσμητική | αποσμητικό |
κλητική | αποσμητικέ | αποσμητική | αποσμητικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αποσμητικοί | αποσμητικές | αποσμητικά |
γενική | αποσμητικών | αποσμητικών | αποσμητικών |
αιτιατική | αποσμητικούς | αποσμητικές | αποσμητικά |
κλητική | αποσμητικοί | αποσμητικές | αποσμητικά |
[cite]