( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
rezultat
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αποτέλεσμα | τα αποτελέσματα |
γενική | του αποτελέσματος | των αποτελεσμάτων |
αιτιατική | το αποτέλεσμα | τα αποτελέσματα |
κλητική | αποτέλεσμα | αποτελέσματα |
[cite]