απροσεξία


απροσεξία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pakujdesi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απροσεξία οι απροσεξίες
γενική της απροσεξίας των απροσεξιών
αιτιατική την απροσεξία τις απροσεξίες
κλητική απροσεξία απροσεξίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *