( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
kthim
kompesim
shpërblim
fitim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η απόδοση | οι αποδόσεις |
γενική | της απόδοσης / αποδόσεως | των αποδόσεων |
αιτιατική | την απόδοση | τις αποδόσεις |
κλητική | απόδοση | αποδόσεις |
[cite]