απόσπασμα


απόσπασμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fragment
pjesë
copë
ekstrakt

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το απόσπασμα τα αποσπάσματα
γενική του αποσπάσματος των αποσπασμάτων
αιτιατική το απόσπασμα τα αποσπάσματα
κλητική απόσπασμα αποσπάσματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *