απόστροφος


απόστροφος

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

apostrof

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απόστροφος οι απόστροφοι
γενική της αποστρόφου των αποστρόφων
αιτιατική την ταπόστροφο τις αποστρόφους
κλητική (απόστροφο) απόστροφοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *