ασβεστόλιθος


ασβεστόλιθος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

gur gëlqeror

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ασβεστόλιθος οι ασβεστόλιθοι
γενική του ασβεστολίθου / ασβεστόλιθου των ασβεστολίθων / ασβεστόλιθων
αιτιατική τον ασβεστόλιθο τους ασβεστολίθους / ασβεστόλιθους
κλητική ασβεστόλιθε ασβεστόλιθοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *