Αυστρία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Αυστρία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Αυστρία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Austri ενικός πληθυντικός ονομαστική η Αυστρία – γενική της Αυστρίας – αιτιατική την Αυστρία – κλητική Αυστρία – [cite]