αφιερωμένος


αφιερωμένος

(μετοχή-pjesore)

përkushtuar

ενικός
ονομαστική αφιερωμένος αφιερωμένη αφιερωμένο
γενική αφιερωμένου αφιερωμένης αφιερωμένου
αιτιατική αφιερωμένο αφιερωμένη αφιερωμένο
κλητική αφιερωμένε αφιερωμένη αφιερωμένο
πληθυντικός
ονομαστική αφιερωμένοι αφιερωμένες αφιερωμένα
γενική αφιερωμένων αφιερωμένων αφιερωμένων
αιτιατική αφιερωμένους αφιερωμένες αφιερωμένα
κλητική αφιερωμένοι αφιερωμένες αφιερωμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *