γαϊδουράγκαθο


γαϊδουράγκαθο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gjemb gomari
carangth

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
γενική του γαϊδουράγκαθου των γαϊδουράγκαθων
αιτιατική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
κλητική γαϊδουράγκαθο γαϊδουράγκαθα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *