(επίθετο – mbiemër)
i plotë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | γεμάτος | γεμάτη | γεμάτο |
γενική | γεμάτου | γεμάτης | γεμάτου |
αιτιατική | γεμάτο | γεμάτη | γεμάτο |
κλητική | γεμάτε | γεμάτη | γεμάτο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | γεμάτοι | γεμάτες | γεμάτα |
γενική | γεμάτων | γεμάτων | γεμάτων |
αιτιατική | γεμάτους | γεμάτες | γεμάτα |
κλητική | γεμάτοι | γεμάτες | γεμάτα |
[cite]