φάκελος


φάκελος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

zarf

dosje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φάκελος οι φάκελοι
γενική του φακέλου των φακέλων
αιτιατική το φάκελο τους φακέλους
κλητική φάκελε φάκελοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *