φάκελος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φάκελος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φάκελος.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) zarf dosje ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φάκελος οι φάκελοι γενική του φακέλου των φακέλων αιτιατική το φάκελο τους φακέλους κλητική φάκελε φάκελοι [cite]