φέτα


φέτα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fetë
lloj djathi i bardhë (feta)

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φέτα οι φέτες
γενική της φέτας των φετών
αιτιατική τη φέτα τις φέτες
κλητική φέτα φέτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *