φακίδες


φακίδες

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

quka

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φακίδα οι φακίδες
γενική της φακίδας των φακίδων
αιτιατική τη φακίδα τις φακίδες
κλητική φακίδα φακίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *