( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
shofer kamioni
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο φορτηγατζής | οι φορτηγατζήδες |
γενική | του φορτηγατζή | των φορτηγατζήδων |
αιτιατική | το φορτηγατζή | τους φορτηγατζήδες |
κλητική | φορτηγατζή | φορτηγατζήδες |
[cite]