φρέσκος


φρέσκος

(επίθετο – mbiemër)

i freskët

 

ενικός
ονομαστική φρέσκος φρεσκότερη φρέσκο
γενική φρέσκου φρεσκότερης φρέσκου
αιτιατική φρέσκο φρεσκότερη φρέσκο
κλητική φρέσκε φρεσκότερη φρέσκο
πληθυντικός
ονομαστική φρέσκοι φρεσκότερες φρέσκα
γενική φρέσκων φρέσκων φρέσκων
αιτιατική φρέσκους φρεσκότερες φρέσκα
κλητική φρέσκοι φρεσκότερες φρέσκα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *