φροντίδα


φροντίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

kujdes

përkujdesje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φροντίδα οι φροντίδες
γενική της φροντίδας των φροντίδων
αιτιατική τη φροντίδα τις φροντίδες
κλητική φροντίδα φροντίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *