φρούριο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φρούριο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φρούριο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) fortesë ενικός πληθυντικός ονομαστική το φρούριο τα φρούρια γενική του φρουρίου / φρούριου των φρουρίων / φρούριων αιτιατική το φρούριο τα φρούρια κλητική φρούριο φρούρια [cite]