φρύδι


φρύδι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

vetull

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φρύδι τα φρύδια
γενική του φρυδιού των φρυδιών
αιτιατική το φρύδι τα φρύδια
κλητική φρύδι φρύδια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *