χαλαρός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χαλαρός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χαλαρός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) i lirë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χαλαρός οι χαλαροί γενική του χαλαρού των χαλαρών αιτιατική τον χαλαρό τους χαλαρούς κλητική χαλαρέ χαλαροί [cite]