χαλασμένος


χαλασμένος


(επίθετο – mbiemër)

i prishur

ενικός
ονομαστική χαλασμένος χαλασμένη χαλασμένο
γενική χαλασμένου χαλασμέης χαλασμένου
αιτιατική χαλασμένο χαλασμένη χαλασμένο
κλητική χαλασμένε χαλασμένη χαλασμένο
πληθυντικός
ονομαστική χαλασμένοι χαλασμένες χαλασμένα
γενική χαλασμένων χαλασμένων χαλασμένων
αιτιατική χαλασμένους χαλασμένες χαλασμένα
κλητική χαλασμένοι χαλασμένες χαλασμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *