(επίθετο – mbiemër)
karakteristik
tipik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χαρακτηριστικός | χαρακτηριστική | χαρακτηριστικό |
γενική | χαρακτηριστικού | χαρακτηριστικής | χαρακτηριστικού |
αιτιατική | χαρακτηριστικό | χαρακτηριστική | χαρακτηριστικό |
κλητική | χαρακτηριστικέ | χαρακτηριστική | χαρακτηριστικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χαρακτηριστικοί | χαρακτηριστικές | χαρακτηριστικά |
γενική | χαρακτηριστικών | χαρακτηριστικών | χαρακτηριστικών |
αιτιατική | χαρακτηριστικούς | χαρακτηριστικές | χαρακτηριστικά |
κλητική | χαρακτηριστικοί | χαρακτηριστικές | χαρακτηριστικά |
[cite]