χαρακτηριστικό


χαρακτηριστικό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
tipar
karakteristikë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαρακτηριστικό τα χαρακτηριστικά
γενική του χαρακτηριστικού των χαρακτηριστικών
αιτιατική το χαρακτηριστικό τα χαρακτηριστικά
κλητική χαρακτηριστικό χαρακτηριστικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *