χαρτόνι


χαρτόνι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
karton

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαρτόνι τα χαρτόνια
γενική του χαρτονιού των χαρτονιών
αιτιατική το χαρτόνι τα χαρτόνια
κλητική χαρτόνι χαρτόνια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *