χιμπαντζής Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χιμπαντζής https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χιμπαντζής.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) shimpanze ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χιμπαντζής οι χιμπαντζήδες γενική του χιμπαντζή των χιμπαντζήδων αιτιατική το(ν) χιμπαντζή τους χιμπαντζήδες κλητική χιμπαντζή χιμπαντζήδες [cite]