(επίθετο – mbiemër)
i falimentuar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χρεωκοπημένος | χρεωκοπημένη | χρεωκοπημένο |
γενική | χρεωκοπημένου | χρεωκοπημένης | χρεωκοπημένου |
αιτιατική | χρεωκοπημένο | χρεωκοπημένη | χρεωκοπημένο |
κλητική | χρεωκοπημένε | χρεωκοπημένη | χρεωκοπημένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χρεωκοπημένοι | χρεωκοπημένες | χρεωκοπημένα |
γενική | χρεωκοπημένων | χρεωκοπημένων | χρεωκοπημένων |
αιτιατική | χρεωκοπημένους | χρεωκοπημένες | χρεωκοπημένα |
κλητική | χρεωκοπημένοι | χρεωκοπημένες | χρεωκοπημένα |
[cite]