χρυσάνθεμο


χρυσάνθεμο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

krizantemë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρυσάνθεμο τα χρυσάνθεμα
γενική του χρυσανθέμου & χρυσάνθεμου των χρυσανθέμων & χρυσάνθεμων
αιτιατική το χρυσάνθεμο τα χρυσάνθεμα
κλητική χρυσάνθεμο χρυσάνθεμα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *