χώμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χώμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χώμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) tokë dhè ενικός πληθυντικός ονομαστική το χώμα τα χώματα γενική του χώματος των χωμάτων αιτιατική το χώμα τα χώματα κλητική χώμα χώματα [cite]