ψίχουλο


ψίχουλο

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
thërrime

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ψίχουλο τα ψίχουλα
γενική του ψίχουλου των ψίχουλων
αιτιατική το ψίχουλο τα ψίχουλα
κλητική ψίχουλο ψίχουλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *