ψείρες Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψείρες https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψείρες.mp3 (θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.) morra ενικός πληθυντικός ονομαστική η ψείρα οι ψείρες γενική της ψείρας των ψειρών αιτιατική την ψείρα τις ψείρες κλητική ψείρα ψείρες [cite]