shpirt
njeri, person π.χ (δεν υπάρχει ψυχή – nuk ka këmbë njeriu)
kurajë π.χ (δεν έχει ψυχή – nuk ka kurajë)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η ψυχή | οι ψυχές |
γενική | της ψυχής | των ψυχών |
αιτιατική | την ψυχή | τις ψυχές |
κλητική | ψυχή | ψυχές |
[cite]