ψώνια


ψώνια

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
pazar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ψώνιο τα ψώνια
γενική του ψώνιου των ψώνιων
αιτιατική το ψώνιο τα ψώνια
κλητική ψώνιο ψώνια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *