άθροισμα


άθροισμα

shumë
(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το άθροισμα τα αθροίσματα
Γενική του αθροίσματος των αθροισμάτων
Αιτιατική το άθροισμα τα αθροίσματα
Κλητική άθροισμα αθροίσματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *