άθροισμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άθροισμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άθροισμα.mp3 shumë (ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική το άθροισμα τα αθροίσματα Γενική του αθροίσματος των αθροισμάτων Αιτιατική το άθροισμα τα αθροίσματα Κλητική άθροισμα αθροίσματα [cite]