άκρη


άκρη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

buzë
skaj
teh

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άκρη οι άκρες
γενική της άκρης των ακρών
αιτιατική την άκρη τις άκρες
κλητική άκρη άκρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *