άκρη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άκρη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άκρη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) buzë skaj teh ενικός πληθυντικός ονομαστική η άκρη οι άκρες γενική της άκρης των ακρών αιτιατική την άκρη τις άκρες κλητική άκρη άκρες [cite]