άνοιξη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άνοιξη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άνοιξη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) pranverë ενικός πληθυντικός ονομαστική η άνοιξη οι ανοίξεις γενική της άνοιξης / ανοίξεως των ανοίξεων αιτιατική την άνοιξη τις ανοίξεις κλητική άνοιξη ανοίξεις [cite]