Άραβας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Άραβας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Άραβας.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) arab ενικός πληθυντικός ονομαστική ο Άραβας οι Άραβες γενική του Άραβα των Αράβων αιτιατική τον Άραβα τους Άραβες κλητική Άραβα Άραβες [cite]