Άραβας


Άραβας


(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

arab

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Άραβας οι Άραβες
γενική του Άραβα των Αράβων
αιτιατική τον Άραβα τους Άραβες
κλητική Άραβα Άραβες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *