άσυλο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άσυλο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άσυλο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) azil ενικός πληθυντικός ονομαστική το άσυλο τα άσυλα γενική του ασύλου των ασύλων αιτιατική το άσυλο τα άσυλα κλητική άσυλο άσυλα [cite]