άσυλο


άσυλο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

azil

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άσυλο τα άσυλα
γενική του ασύλου των ασύλων
αιτιατική το άσυλο τα άσυλα
κλητική άσυλο άσυλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *