αγγαρεία


αγγαρεία

angari

(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η αγγαρεία οι αγγαρείες
Γενική της αγγαρείας των αγγαρειών
Αιτιατική την αγγαρεία τις αγγαρείες
Κλητική αγγαρεία αγγαρείες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *