Αγγλία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Αγγλία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Αγγλία.mp3 Angli (θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική η Αγγλία – Γενική της Αγγλίας – Αιτιατική την Αγγλία – Κλητική Αγγλία – [cite]