αιώνιος


αιώνιος

(επίθετο – mbiemër)

shekullor
i përjetshëm

ενικός
ονομαστική αιώνιος αιώνια αιώνιο
γενική αιώνιου αιώνιας αιώνιου
αιτιατική αιώνιο αιώνια αιώνιο
κλητική αιώνιε αιώνια αιώνιο
πληθυντικός
ονομαστική αιώνιοι αιώνιες αιώνια
γενική αιώνιων αιώνιων αιώνιων
αιτιατική αιώνιους αιώνιες αιώνια
κλητική αιώνιοι αιώνιες αιώνια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *